τριάστερος

τριάστερος
-η, -ο
αυτός που έχει τρία αστέρια: Τριάστερη σημαία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριάστερος — η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις αστέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αστέρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Χρυσαλλίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”